- χοιρομέρι
- χοιρομήριον τό окорок, ветчина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοιρομέρι — το, και παλ. λόγιος τ. χοιρομήριο(ν) Ν χοιρινό μπούτι διατηρημένο με αλάτι και κάπνισμα, ζαμπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + μηρίον / μερί (< μηρός)] … Dictionary of Greek
χοιρομέρι — το βλ. χοιρομήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαμπόν — το παστό χοιρομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jambon «χοιρομέρι»] … Dictionary of Greek
πέρνα — και πέρνη και πτέρνα, ἡ, Α χοιρομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. perna «χοιρομέρι». Ο τ. πτέρνα, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ., οφείλεται είτε σε αστεϊσμό είτε σε επίδραση τής λ. πτέρνα (πρβλ. πτερνοτρώκτης)] … Dictionary of Greek
Chiromeri — Mezes mit aufgeschnittenem Chiroméri (rechts) Chiromeri (griechisch Chiroméri Χοιρομέρι) ist ein in Rotwein gebeizter und anschließend luftgetrockneter, meist auch geräucherter Schweineschinken aus Zypern. Auf Zypern ist er Bestandteil der… … Deutsch Wikipedia
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
κωλή — κωλῆ, και ασυναίρ. τ. κωλέα, και διαλ. τ. κωλία, ἡ (Α) [κώλον] 1. οστό μηρού μαζί με τη σάρκα, μπούτι, κυρίως χοίρου, χοιρομέρι («οἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», Αριστοφ.) 2. το μερίδιο ιέρειας σε θυσία 3. το ανδρικό μόριο 4. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
κωλήν — κωλήν, ῆνος, ἡ (Α) 1. μηρός, κωλή* 2. στον πληθ. αἱ κωλῆνες τα οστά τού σκέλους 3. φρ. «κωλὴν ὑείων κρειῶν» χοιρομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + επίθημα ήν, ῆνος, που απαντά σε ονομασίες μελών τού σώματος (πρβλ. σωλήν, ήνος)] … Dictionary of Greek
λαρδί — το (Μ λαρδίον και λάρδιον) χοιρομέρι νεοελλ. (τροφ. τεχνολ.) μαλακό, κρεμώδες, λευκό λίπος με υφή βουτύρου, που περιέχεται στον υποδερμικό ιστό ορισμένων παχύδερμων τετραπόδων και ορισμένων κητωδών και που καταναλανώνεται αλίπαστο ή καπνιστό.… … Dictionary of Greek
πέρνιο — το, Ν ερύθημα από στάση τής κυκλοφορίας τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pernio (< λατ. perna «χοιρομέρι»)] … Dictionary of Greek
πτερνογλύφος — ὁ, Α (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει φτέρνες, δηλ. χοιρομήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + γλύφος (< *γλύφος < γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek